- οστάριο(ν)
- το анат. косточка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οστάριο — το (ΑΜ ὀστάριον) μικρό κόκαλο, κοκαλάκι μσν. αρχ. ο πυρήνας, το κουκούτσι τού καρυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + υποκορ. κατάλ. άριον, με αφαίρεση τής κατάλ. έον] … Dictionary of Greek
οστάριο — το μικρό κόκαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… … Dictionary of Greek
αμφισβαίνια — (amphisbaenia).Υποτάξη λεπιδωτών ερπετών της τάξης των λεπιδωτών. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές φτάνοντας έως τα αντίστοιχα γεωγραφικά πλάτη της Ισπανίας και των ΗΠΑ. Το σώμα τους έχει μήκος έως 60 εκ. και είναι μακρύ και κυλινδρικό. Δεν… … Dictionary of Greek
εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… … Dictionary of Greek
κεφαλωτός — (Cephalotus). Γένος δικoτυλήδονων εντομοφάγων φυτών. Περιλαμβάνει πολυετή, αειθαλή, ποώδη φυτά, με όρθιο και άφυλλο βλαστό. Τα φύλλα του είναι πράσινα και σχηματίζουν μικρούς ασκούς που περιέχουν πρωτεϊνολυτικό υγρό, το οποίο εξαιτίας του ζωηρού… … Dictionary of Greek
οσταρίδιον — ὀσταρίδιον, τὸ (Α) [οστάριον] μικρό κόκαλο, οστάριο … Dictionary of Greek
οσταριόφυσοι — (ostariophysi). Τάξη νεοπτερύγων οστεοϊχθύων. Οι τέσσερις πρώτοι σπόνδυλοι τους έχουν αλλάξει μορφή και σχηματίζουν στα πλάγια διπλή σειρά οστεαρίων, τα οποία συνδέουν τη νυκτική κύστη με τα αυτιά τους και χρησιμεύουν ως αισθητήρια όργανα. Η… … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
τυμπανοοσταριακός — ή, ό, Ν 1. ανατ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυμπανικό υμένα τού αφτιού και στα ακουστικά οστάρια ταυτόχρονα 2. φρ. «τυμπανοοσταριακό σύστημα» ανατ. το σύστημα που αποτελείται από τον τυμπανικό υμένα, από τα τρία ακουστικά οστάρια,… … Dictionary of Greek
αστέριο — Το σημείο του κρανίου όπου συναντώνται τρεις ραφές του: η λαβδοειδής, η βρεγματοειδής και η ινιομαστοειδής. Πολλές φορές όμως δεν υπάρχει σημείο συνάντησης, γιατί στη θέση αυτή εμφανίζεται ένα εμβόλιμο οστάριο. Τότε ως α. θεωρούμε ένα συμβατικό… … Dictionary of Greek